- πολυάσχολος
- -η, -ο / πολυάσχολος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές2. αυτός που ασχολείται με πολλά και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἄσχολος (πρβλ. περι-άσχολος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυάσχολος — very busy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάσχολος — η, ο αυτός που έχει πολλές ασχολίες: Με πολυάσχολο δεν μπορείς να κάνεις παρέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυάσχολον — πολυάσχολος very busy masc/fem acc sg πολυάσχολος very busy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
ακαιρώ — ἀκαιρῶ ( έω) (AM) [ἄκαιρος] μσν. δεν έχω καιρό (κυρίως για ξεκούραση), είμαι πολυάσχολος αρχ. σπαταλώ τον χρόνο μου … Dictionary of Greek
αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… … Dictionary of Greek
αργόσχολος — η, ο αυτός που δεν έχει καμιά σοβαρή απασχόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + σχολος < σχολή «αργία, απραξία» (πρβλ. πολυάσχολος, κακόσχολος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… … Dictionary of Greek
εργοφόρος — ἐργοφόρος, ον (Α) (για τις μέλισσες) φιλόπονος, πολυάσχολος … Dictionary of Greek
περιάσχολος — ον, ΜΑ ο γεμάτος ασχολίες, πολυάσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄσχολος (πρβλ. πολυ άσχολος)] … Dictionary of Greek